- σκούτα
- ἡ, ΜΑασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutum].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκούτας — σκούτᾱς , σκοῦτα scutum fem acc pl σκούτᾱς , σκοῦτα scutum fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκούταν — σκούτᾱν , σκοῦτα scutum fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίσκουτον — ἡμίσκουτον, τὸ (Α) μισή σκούτα*, μισή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σκούτα (< λατ. scutum «ασπίδα»)] … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
σκουτάρι — Πεδινός οικισμός (148 κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (210 κάτ., 12 τ. χλμ.), στην οποία υπάγεται και ο οικισμός Παρασυρός (62 κάτ., υψόμ. 160 μ.). * * * το / σκουτάριν, ΝΜΑ (στο Βυζ … Dictionary of Greek